- πλειστοτόκος
- πλειστο-τόκος, ον,A bringing forth most offspring, Man.4.102 cod.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλειστοτόκος — ον, Α αυτός που γεννά πάρα πολλά τέκνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλεῖστος + τόκος (< τόκος < τίκτω)] … Dictionary of Greek